όχληση

όχληση
η (ΑΜ ὄχλησις) [οχλώ]
ενόχληση, πρόκληση δυσαρέσκειας
νεοελλ.
(νομ.) πρόσκληση τού δανειστή προς τον οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή του
μσν.
οχλαγωγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όχληση — η 1. ενόχληση. 2. υπόμνηση σε κάποιον να εκπληρώσει κάποια υποχρέωσή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀχλήσῃ — ὀχλήσηι , ὄχλησις disturbance fem dat sg (epic) ὀχλέω move aor subj mid 2nd sg ὀχλέω move aor subj act 3rd sg ὀχλέω move fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • επιφόρτιση — η 1. η ανάθεση σε κάποιον μιας φροντίδας ή ενέργειας, η όχληση, η επιβάρυνσή του με ορισμένη υποχρέωση 2. η πρόσθετη φόρτωση πέρα από το κανονικό όριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφορτίζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιφόρτισις μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • παιδεύω — (ΑΜ παιδεύω) 1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω 2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.) 3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”